-
1 πατέω
πατέω, mit Füßen treten, niedertreten; auch aus Verachtung oder Geringschätzung mit Füßen treten, ὅρκια, Il. 4, 157; ὑφ' εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ ϑέλοντι ναυτίλων, Soph. Ai. 1146; καὶ πάντα ταῠτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα, Aesch. Eum. 110; τιμάς γε τὰς ϑεῶν πατῶν, Soph. Ant. 745; τὴν δίκην, Ai. 1335; τὰ ταῖν ϑεαῖν ψηφίσματα, Ar. Vesp. 377; τῷ λόγῳ παρέξομεν πατεῖν, Plat. Theaet. 191 a; auch mißhandeln u. berauben, plündern, Plut. Timol. 14; Luc. oft; ὑπ' ἀλλήλων ὠϑο ύμενοι καὶ πατούμενοι, Hdn. 7, 8, 13. – Einen Weg betreten, ἔχεις γὰρ χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν, Soph. O. C. 37; χαῖρε τὴν Λῆμνον πατῶν, Eur. Phoen. 1060; εἶμ' ἐς δόμων μέλαϑρα, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; sp. D., wie Theocr. 18, 20; auch διηερίην δόνακες πατέοντες ἀταρπόν, Opp. Cyn. 3, 488; übh. gehen, ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς, Pind. P. 2, 85; Aesch. Ag. 1298; Posidon. bei Ath. XII, 550 a. Uebertr. von der Zeit, εἴη σέ τε τοῦτ ον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, Pind. Ol. 1, 115, die Zeit verleben; u. wie wir etwa sagen »an den Schuhen ablaufen«, Etwas wiederholentlich thun, sich viel womit beschäftigen, ἀμαϑὴς γὰρ ἔφυς, οὐδ' Αἴσωπον πεπάτηκας, Ar. Av. 471; τόν γε Τισίαν πεπάτηκας ἀκριβῶς, Plat. Phaedr. 273 a; Sp.
-
2 πατέω
πᾰτ-έω, Delph. [full] βᾰτέω Plu.2.292e ; [dialect] Aeol. [full] μάτημι [pron. full] [ᾰ] Sapph.54: ([etym.] πάτος):—A tread, walk,π. ὁδοῖς σκολιαῖς Pi.P.2.85
;πρὸς βωμόν A.Ag.
1298 ; ὑψοῦ π. walk on high, of a king, Pi.O. 1.115 ;π. ἐπάνω ὄφεων Ev.Luc. 10.19
:—[voice] Pass.,οἱ ἔχεις πατηθέντες Porph.Abst. 1.14
.II trans., tread on, tread,πόας τέρεν ἄνθος μάτεισαι Sapph.
l. c.;πορφύρας πατεῖν A.Ag. 957
;δωμάτων πύλας Id.Ch. 732
; χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν holy ground, S.OC37 ; π. τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ' ἀμπέλω tread grapes, Hybrias(Scol. 28.4) ; , cf. Apoc.19.15, Ruf. ap. Orib.5.12.1 ; also, thresh corn,π. τὰ θέρη PFlor. 150.5
(iii A.D.) ;κριθὴν καλῶς πεπατημένην POxy. 988
(iii A.D.) ;π. ἐκ τοῦ χόρτου σπέρματα PFlor.388.5
(ii A.D.).2 walk in, i.e. dwell in, frequent,Λῆμνον πατῶν S.Ph. 1060
;γαῖαν Theoc.18.20
;π. πόντον Opp.C.2.218
;νῶτα ἁλός AP7.532
(Isid.) ; rarely of vehicles,τὰ μὴ πατέουσιν ἅμαξαι Call. Aet. Oxy.2079.25
: metaph., εὐνὰς ἀδελφοῦ π. frequent, A.Ag. 1193 ;ἐμεῖο δέμνιον οὐκ ἐπάτησε Call.Del. 248
; οὐδ' Αἴσωπονπεπάτηκας hast not thumbed Aesop, Ar.Av. 471 ; τὸν Τεισίαν.. πεπάτηκας ἀκριβῶς you have studied him carefully, Pl.Phdr. 273a :—[voice] Pass., to be hackneyed,τῇ ποιητικῇ πεπατῆσθαι Phld.Po.Herc. 1676.10
; πεπατημένος well-worn, trite, ῥήσεις, λόγοι, Ph.2.345, 444, cf. Porph. ap. Eus.PE10.3 ;τὸ πεπατημένον A.D.Pron.45.6
.3 tread under foot, trample on, τινα S.Aj. 1146, Pl.Phdr. 248a, etc. ; ;πόλιν Apoc.11.2
: abs.,πατοῦσι καὶ λακτίζουσι καὶ δάκνουσι Gal.16.562
: metaph., π. κλέος, τιμὰς τὰς θεῶν, A.Ag. 1357, S.Ant. 745 ;τὰ τοῖν θεοῖν ψηφίσματα Ar.V. 377
:—and in [voice] Pass.,τὰ.. δίκαια.. λάγδην πατεῖται S.Fr. 683
, cf. A.Ch. 644 (lyr.), Eu. 110.
См. также в других словарях:
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek